- προπονητής
- [пропонитис] ουσ. а тренер.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
προπονητής — ο, Ν (αθλ.) 1. άτομο ειδικευμένο στην προγύμναση αθλητών στίβου ή αθλητικών ομάδων ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϋ κ.ά., που επιδιώκει τη βελτίωση τής τεχνικής και τη διατήρηση τής καλής σωματικής κατάστασης τών αθλητών του και την επίτευξη όσο το… … Dictionary of Greek
προπονητής — ο αυτός που προγυμνάζει, προπονεί τους αθλητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιακώβου, Χρήστος — (Κωνσταντινούπολη 1948 –). Ολυμπιονίκης και προπονητής της άρσης βαρών. Ο άνθρωπος που πιστώνεται με την άνθηση της ελληνικής άρσης βαρών και με ιστορικές ολυμπιακές επιτυχίες, μεγάλωσε στο ζαχαροπλαστείο της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη … Dictionary of Greek
Κίγκαν, Κέβιν — (Kevin Keegan, Άρμθορπ, Γιόρκσαϊρ 1951 – ). Άγγλος ποδοσφαιριστής και προπονητής. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην αγγλική Σκάνθροουπ. Το 1971 εντάχθηκε στο δυναμικό της Λίβερπουλ και το 1977 μεταπήδησε στο Αμβούργο. Προς το τέλος της… … Dictionary of Greek
Κρόιφ, Γιόχαν — (Johan Kruyff, Άμστερνταμ 1947 –). Ολλανδός ποδοσφαιριστής και προπονητής. Υπήρξε ένας από τους πλέον διάσημους ποδοσφαιριστές στη δεκαετία του 1970, μαζί με τον Πελέ και τον Μπεκενμπάουερ, ενώ του αποδόθηκε το προσωνύμιο του Ιπτάμενου Ολλανδού.… … Dictionary of Greek
Μπεκενμπάουερ, Φραντς — (Μόναχο, Γερμανία 1945 –). Γερμανός ποδοσφαιριστής και προπονητής. Έχει συνδέσει το όνομά του όχι μόνο με το σύγχρονο ποδόσφαιρο –σε αγωνιστικό και διοικητικό επίπεδο– αλλά και με το γερμανικό μεταπολεμικό θαύμα. Οι συμπατριώτες του τον ονόμασαν… … Dictionary of Greek
Vassilis Steriadis — Infobox Writer name = Vassilis Steriadis imagesize = caption = birthdate = 1947 birthplace= nationality= Greek deathdate = 2003 deathplace= Athens spouse = children = occupation =poet, critic genre = period =1970 2002 influences = influenced =… … Wikipedia
λουδεμπιστής — λουδεμπιστής, ὁ (Α) προπονητής αθλητών … Dictionary of Greek
μάνατζερ — ο 1. οικονομικός σύμβουλος και διαχειριστής τών συμφερόντων καλλιτεχνών, αθλητών κ.λπ. 2. προπονητής αθλητή 3. διευθυντής επιχείρησης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. manager < manage < ιταλ. maneggio] … Dictionary of Greek
Γιαννάκης, Παναγιώτης — (Νίκαια 1959 –). Μπασκετμπολίστας. Ξεκίνησε την καριέρα του από τον Ιωνικό Νικαίας το 1976, ενώ στη συνέχεια γνώρισε μεγάλες διακρίσεις με τις ομάδες του Άρη Θεσσαλονίκης και του Παναθηναϊκού. Κατέκτησε το κύπελλο Ευρώπης το 1991 με τον Άρη και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek